Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Στενές σχέσεις: Γιατί μας είναι τόσο σημαντικές; Μία Διϋποκειμενική Προσέγγιση


Οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά όντα. Αναζητάμε έντονα τη κοινωνική επαφή και βρίσκουμε τις σχέσεις με φίλους, ρομαντικούς συντρόφους και συγγενείς ως ιδιαίτερα σημαντικές στη ζωή μας. Επίσης περνάμε τεράστιο μέρος της ζωής μας σκεφτόμενοι άλλους ανθρώπους και τις αλληλεπιδράσεις μας μαζί τους, το πως τους επηρεάζουμε ή το πως μας επηρεάζουν αυτοί. Γιατί όμως; Τι είναι αυτό που χρειαζόμαστε τόσο από τις σχέσεις μας; Ποια είναι τα ψυχολογικά τους οφέλη; Ας δούμε το πώς η σκέψη μας για τις στενές σχέσεις μας, μας βοηθά στη ζωή μας.


Ένα μεγάλο φάσμα ερευνών που επικεντρώνεται στη ποιότητα των δεσμών που συνάπτουμε κατά τη παιδική ηλικία (Bowlby,1956, 1969; Ainsworth et al, 1978; Lyons Ruth, 1999; Beebe & Lachmann, 1998, 2005;  Mikulincer & Shaver 2001), υποστηρίζει ότι οι στενές μας σχέσεις, αρχικά με τους γονείς μας, έχουν καθοριστική επιρροή στη ψυχική μας υγεία αργότερα. Εάν οι αρχικοί αυτοί δεσμοί παρέχουν στο παιδί αγάπη, σταθερότητα και την ιδιαίτερα σημαντική λειτουργία της μητέρας - το να κατανοεί και να παρεμβαίνει κατάλληλα βοηθώντας το παιδί να διαχειριστεί τα αισθήματα του καθώς αναπτύσσεται, τότε το παιδί θα καταφέρει να εδραιώσει μία βασική αίσθηση ασφάλειας στη ζωή του. Οι άνθρωποι που από μικρή ηλικία έχουν συνάψει ασφαλείς στενούς δεσμούς με τους γονείς τους, έχουν στη συνέχεια αυξημένη πιθανότητα να επιβεβαιώσουν και να γενικεύσουν αυτή την αίσθηση ασφάλειας, στις μετέπειτα διαπροσωπικές τους σχέσεις. Το να έχουμε εδραιώσει μία βασική αίσθηση ασφάλειας μέσα από τις σχέσεις μας, σημαίνει να έχουμε κατ’επανάληψη νοιώσει ότι οι ‘σημαντικοί άλλοι’ (όπως είναι αρχικά οι γονείς μας) θα είναι διαθέσιμοι όταν τους χρειαστούμε. Θα ενδιαφερθούν για τα αισθήματα μας και θα μας ανακουφίσουν από αυτά όταν το έχουμε ανάγκη. Με τη σταθερή και στοργική παρουσία των ‘σημαντικών άλλων’ στη ζωή μας, καταλήγουμε να νοιώθουμε ότι οι άλλοι ‘αντέχουν’ το ποιοι είμαστε και δε θα μας εγκαταλείψουν, ακόμα και αν τους δείξουμε το ‘κακό’ μας εαυτό.

 Είναι ερευνητικά αποδεδειγμένο ότι οι άνθρωποι που έχουν στο ιστορικό τους τέτοιες ποιοτικές σχέσεις, προσαρμόζονται ευκολότερα στις διάφορες περιστάσεις της ζωής, είναι ανοιχτοί στη μάθηση, επιδεικνύουν καλύτερη συναισθηματική διαχείριση των αποχωρισμών, της κριτικής και απόρριψης από τους άλλους και συνολικά ανταπεξέρχονται ομαλότερα στις στρεσογόνες καταστάσεις και τις δυσκολίες της ζωής. Περισσότερο, έχει παρατηρηθεί ότι οι άνθρωποι που έχουν στον μυαλό τους ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις, έχουν συνολικά αυξημένη αυτοπεποίθηση (Murray, 1998), θετική διάθεση (Tesser, 2000) και μπορούν να εισπράξουν σχόλια για τις αδυναμίες τους, από τους άλλους, νοιώθοντας λιγότερο απειλημένοι (Sedikides C. & Kumashiro M. 2005). Σε αντίθεση, οι άνθρωποι που από τη παιδική ηλικία δε κατάφεραν να συνάψουν ασφαλείς, στοργικούς δεσμούς, είναι συχνά προδιατεθειμένοι να συνάπτουν σχέσεις που δε καλύπτουν τις ψυχολογικές ανάγκες τους, αλλά συντηρούν και διαιωνίζουν το αρχικό αυτό αίσθημα έλλειψης ασφάλειας και στοργής. Περισσότερο, οι έρευνες στο τομέα αυτό συσχετίζουν την έλλειψη ικανοποιητικών δεσμών με αυξημένο άγχος, θλίψη, παραβατικές συμπεριφορές, εξαρτήσεις κ.α.

Έτσι λοιπόν συμπεραίνουμε ότι το να έχουμε και να σκεφτόμαστε τους κοντινούς ανθρώπους και τη σχέση μας με αυτούς, μας επιτρέπει να νοιώθουμε ασφαλείς, μας τονώνουν την αυτοπεποίθηση και έτσι μας θωρακίζουν ψυχολογικά, ώστε να μειώνεται η ισχύς και ο αντίκτυπος που έχουν οι δυσκολίες της ζωής.

Αν εξετάσουμε ακόμα βαθύτερα τη σημαντικότητα των άλλων για τον εαυτό  μας, θα κατανοήσουμε ότι αισθανόμαστε τους άλλους ως κομμάτια του εαυτού μας (Aron et al., 1991, 1996). Προκειμένου να σκεφτούμε το ποιοί είμαστε και να αξιολογήσουμε τις κινήσεις μας, φέρνουμε στο μυαλό μας τους άλλους με τους οποίους σχετιζόμαστε. Ο άνθρωπος δε μπορεί να οριστεί μόνος του, παρά μόνον μέσα στο περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και τις σχέσεις με τις οποίες αλληλεπιδρά. Η αδυναμία να απομονώσει κανείς την ύπαρξη του από τους άλλους γύρω του, αποτελεί ένα υπαρξιακό δεδομένο (Heiddeger, 1962; Buber, 1958; Crossley, 1996). Οι ψυχοδυναμικές θεωρίες και ιδιαίτερα οι νεότερες διϋποκειμενικές προσεγγίσεις, βλέπουν επίσης την ανάπτυξη της προσωπικότητας από τη παιδική ηλικία να περιλαμβάνει μία συνεχή αναδιαπραγμάτευση μεταξύ του εαυτού και των άλλων (Winnicott, 1965, 1967; Loewald, 1980, Mitchell, 1997, Stern, 1985, Stolorow & Atwood, 1992; Benjamin, 1990; Ogden, 1994). Μέσα από τις δυναμικές στις σχέσεις μας με τους άλλους, ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας και ενισχύουμε ή απορρίπτουμε κομμάτια της προσωπικότητας μας. Στη συμφωνία των συναισθημάτων, των απόψεων και του τρόπου ζωής μας με τους άλλους, αισθανόμαστε αναγνώριση και ικανοποίηση, ενώ στη ασυμφωνία και τις διαφορές με τους άλλους, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την απόρριψη και την μοναξιά μας. Η συμπεριφορά και ο χαρακτήρας μας ρυθμίζεται κατάλληλα προκειμένου να διατηρούμε τις σχέσεις που μας είναι σημαντικές.

Ο H. Kohut (1984) εξηγεί ότι οι σχέσεις μας με τους ‘σημαντικούς άλλους’ μας βοηθούν να ενδυναμώσουμε τον εαυτό μας καλύπτοντας μας α) την ανάγκη μας για ‘καθρέφτισμα’ –το να μας επιβεβαιώνουν οι άλλοι σαν καθρέφτης όλα αυτά που εμείς είμαστε και εκφράζουμε, β) την ανάγκη μας για ‘εξιδανίκευση’ – την ανάγκη να θαυμάζουμε κάτι μεγαλύτερο και ανώτερο, έξω από τον εαυτό μας, γ) την ανάγκη να αισθανόμαστε ότι ανήκουμε κάπου (σε ένα σύνολο) και δεν είμαστε μόνοι. Είναι ερευνητικά αποδεδειγμένο ότι οι στενές σχέσεις μας με τους άλλους μας επιτρέπουν περισσότερη κατανόηση και ανάπτυξη του εαυτού μας (Sedikides et al., 1994), μας αποφέρουν μία περισσότερη ρεαλιστική εικόνα του εαυτού μας έναντι μίας εξιδανικευμένης εικόνας (Campbel et al. 1994), ανακουφίζουν την υπαρξιακή μας ανησυχία (Mikulincer et al. 2003) και μας βοηθούν συνολικά στη διαχείριση του άγχους μας (Mc Goan, 2002).

 Η μελέτη της ανθρώπινης φύσης όχι σε απομόνωση, αλλά σε άρρηκτη σχέση με τους άλλους γύρω μας (η Διϋποκειμενική φύση των ανθρώπων) είναι σύμφωνη με τη φυσικομαθηματική θεωρία των δυναμικών συστημάτων (Von Bertalanffy, 1968; Waddington, 1977; Thelen & Smith, 1994) και με πληθώρα νευρο-επιστημονικών ευρημάτων (Edelman, 1987; Freeman, 1990; Fiscer & Granott, 1995; Schore, 2001, 2003; Damasio, 1994 Fonagy, 2004). Η συστημική θεωρία αναδεικνύει την πολυδιάστατη επιρροή που έχουν τα ευρύτερα συστήματα στα οποία εντάσσεται το άτομο ανά πάσα στιγμή (όπως η οικογένεια, η κοινωνία, οι καταστάσεις κ.τ.λ.) στην ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου. Περισσότερο, φέρνει στο φως τη διαγενεαλογική επιρροή που υπάρχει στο άτομο –την επιρροή δηλαδή που ασκείται από προηγούμενες γενιές στη παρούσα κατάσταση του ατόμου. Οι εξελίξεις στις νευροεπιστημονικές μεθόδους (όπως η χρήση μαγνητικών τομογράφων) με τη σειρά τους, έχουν επιβεβαιώσει ότι οι στενές σχέσεις, ιδίως η προ-λεκτική επαφή με τη μητέρα (κατά τη κύηση και τη βρεφική ηλικία εωσότου αναπτυχθεί η γλώσσα περίπου στο πρώτο έτος), επηρεάζουν καθοριστικά την ανάπτυξη του εγκεφάλου μας. Συγκεκριμένα επηρεάζουν τη ποιότητα, την ένταση και το εύρος των συναισθημάτων μας, τη διαχείριση και ρύθμιση αυτών και εν τέλει το χαρακτήρα μας και τη συμπεριφορά μας.

Έτσι λοιπόν κατανοούμε ότι οι σχέσεις μας με τους άλλους είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας και καθοριστικός παράγοντας για την εξέλιξη και τη ψυχική μας υγεία. Γι’αυτό και η σύναψη και διατήρηση στενών διαπροσωπικών σχέσεων είναι ένας πολύ σημαντικός στόχος στη ζωή των περισσοτέρων από εμάς. Συχνά σε περιόδους που νοιώθουμε μελαγχολία ή αδιέξοδο σε κάποιο τομέα της ζωής μας, αυτό είναι συνυφασμένο με το ‘πώς είναι’ οι σχέσεις μας γύρω από το τομέα αυτό. Οι αλλαγές που θέλουμε συχνά να κάνουμε στον εαυτό μας, σηματοδοτούν επί της ουσίας αλλαγές στις σχέσεις μας. Γι’αυτό άλλωστε και οι αλλαγές δεν είναι πάντοτε εύκολες, καθώς επηρεάζουν σε πολλά επίπεδα το περιβάλλον στο οποίο εντασσόμαστε. Προτού προχωρήσουμε σε αλλαγές που τυχόν θέλουμε να κάνουμε στη ζωή μας, ίσως αυτό που χρειαζόμαστε είναι να είμαστε σε επαφή με το ασφαλές καταφύγιο που προσφέρουν οι στενές σχέσεις μας, όπως αυτές με κάποιους συγγενείς μας, με φίλους μας ή με το σύντροφο  μας. Αυτό μας φέρνει σε επαφή με την ασφάλεια και τη δύναμη μας και αυτή η βάση μας επιτρέπει να εξετάσουμε τι είναι σημαντικό για εμάς και ποιά νέα βήματα θέλουμε να κάνουμε. Άλλες φορές πάλι, προκειμένου να σκεφτούμε και να κάνουμε αλλαγές για τον εαυτό μας, αυτό που χρειαζόμαστε είναι να απομονωθούμε από τους ανθρώπους που μας περιβάλλουν, έτσι ώστε να μειώσουμε την επιρροή τους και να δώσουμε περισσότερο ‘χώρο’ στον εαυτό μας.

Οι διαφορετικές ψυχολογικές προσεγγίσεις, με διαφορετική ορολογία η κάθε μία, αναγνωρίζουν τους δύο αυτούς θεμελιακούς πόλους που εμπεριέχονται στις ανθρώπινες σχέσεις. Από τη μία υπάρχει ο φόβος της απομόνωσης (από τους άλλους), και από την άλλη, ο φόβος της ‘εγκόλπωσης’ (από τους άλλους) [R.D. Laing, (1960/1990]. Από την μία πλευρά έχουμε την ανάγκη να ‘αφεθούμε’ μέσα στους άλλους με κίνδυνο όμως να ‘χαθούμε’ μέσα σε αυτούς και από την άλλη έχουμε την ανάγκη να οριοθετήσουμε τον εαυτό μας απέναντι στους άλλους με κίνδυνο να αποξενωθούμε. Το πώς διαχειριζόμαστε τις δυναμικές αυτές στις σχέσεις μας είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό για το καθένα από εμάς. Είναι η τέχνη του να είμαστε άνθρωποι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου